- ἡλιαστικός
- ἡλιαστ-ικός, ή, όν,A of, for, or like a Heliast,
γέρων Ar.V.195
;ὀβολός Id.Nu.863
; ὅρκος Lex ap.D.24.21, Hyp.Eux.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γέρων Ar.V.195
;ὀβολός Id.Nu.863
; ὅρκος Lex ap.D.24.21, Hyp.Eux.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιαστικός — ἡλιαστικὸς, ή, όν (Α) [ηλιαστής] αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» δικαστή, μέλους τής ηλιαίας, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἡλιαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστικόν — ἡλιαστικός of masc acc sg ἡλιαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστικοῦ — ἡλιαστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)